Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Ο Μικρός Ιππότης



      Έσφιξε την ίγκλα έτσι ώστε να συγκρατεί με ασφάλεια το σαμάρι αλλά να μην πληγώνει το μουλάρι, έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στις νταμιτζάνες όπως τις είχε περασμένες σε θηλιές και κρεμασμένες στα κολτσάκια, έδεσε σφιχτά με την τριχιά στα δεξιά σαμαροπάιδα την ξύλινη, καμένη σούβλα, κράτησε το καπίστρι με τ’ αριστερό, πέρασε το πόδι στο ζεγκί και με μια αξιοθαύμαστη χορευτική κίνηση βρέθηκε στην πλάτη της Γκέσας. Έχωσε μια με τις φτέρνες στα πλευρά του ζωντανού και πήρε το μονοπάτι που οδηγεί από το μεγάλο ξέφωτο ίσα στο λόγγο.
Το φεγγάρι μεσούρανα και ολοστρόγγυλο έκανε ήδη αισθητή την παρουσία του καθώς η μέρα μάζευε το τελευταίο φως της από το βουνό.  Ο ήλιος είχε από ώρα χαθεί πίσω από την ψηλή κορφή στην βορειοδυτική πλευρά του μεγάλου ξέφωτου. Ένα ψυχρό αεράκι ανέβαινε από τη ρεματιά στα νοτιοδυτικά, σκορπώντας ανατριχίλες ολόγυρα, πράγμα καθόλου ασυνήθιστο γι’ αυτό το υψόμετρο, αν και ο Ιούλιος μετρούσε ήδη τις τελευταίες του μέρες.
..

Το μικρό, φτωχικό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής είναι χτισμένο στην άκρη του μεγάλου λιβαδιού, στη νότια πλευρά ενός διάσελου, τέσσερα χιλιόμετρα δρόμο δυτικά από το χωριό. Τα λιγοστά καντήλια μπροστά στα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού εικονίσματα, παραμένουν σβηστά τους περισσότερους μήνες το χρόνο εκτός αν βοσκός, διαβάτης ή ξυλοκόπος έχει κάτι να ζητήσει από τη χάρη της Αγίας. Απ τ΄Αηλιός όμως κι ύστερα, ο τόπος ζωντανεύει. Πρώτα οι γυναίκες καθαρίζουν, ύστερα οι άντρες ασβεστώνουν μέσα- έξω τους τοίχους, κλαδεύουν τα γύρω δέντρα, κόβουν τα βάτα και τις φτέρες ώστε όλα να είναι έτοιμα για το πανηγύρι.  
..

Στο λιβάδι καπνίζουν διάσπαρτες θράκες δίπλα σε σούβλες που ακόμα γυρίζουν με ότι απέμεινε από τα ψητά και τα κοκορέτσια. Περιμετρικά και κάτω από συστάδες δέντρων, παρέες έχουν απλώσει κουρελούδες και βαριά τσόλια από γιδόμαλλο πάνω σε στρώματα από κομμένες φτέρες. Πιο πέρα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, βόσκουν μακροσχοινισμένα ή περιορισμένα με το πεδούκλι. Στο προαύλιο της εκκλησίας παίζουν τα όργανα κι οι χοροί κρατούν καλά όσο ρέει το κρασί και το τσίπουρο και όσο υπάρχουν ακόμα κοψίδια στις τάβλες που έχουν στηθεί εν είδη τραπεζιών. Στο κέντρο του λιβαδιού, παιδιά γελούν και τρέχουν ακούραστα

Στα εκατό μέτρα από την πόρτα του ναΐσκου, στα ριζά μιας από τις αμέτρητες κορφές των Αγράφων, μια σειρά από σκαλισμένους κορμούς δέντρων, χρησιμεύει για το πότισμα των κοπαδιών. Το νερό αναβλύζει από το χώμα και μέσα από το κοίλο μιας καστανίσιας φλούδας καταλήγει σε μια μικρή γούρνα γεμάτη με νταμιτζάνες, που έχει σκαφτεί επί τούτου για να κρατιέται δροσερό το κρασί.


Από κρασί και τσίπουρο είχε ξεμείνει ο πατέρας του, που έκανε τον ταβερνιάρη στο πανηγύρι για να συμπληρώσει το εισόδημα, να θρέψει τα παιδιά του, γι’ αυτό τον έστελνε στο χωριό να γεμίσει δυο νταμιτζάνες, να βγάλουν το βράδυ, να έχουν και για την άλλη μέρα.
Ήταν, δεν ήταν δεκατέσσερα ο Μήτσος. Γεροδεμένος, δουλευτής απ’ τα μικράτα του, βασανισμένος, είχε ήδη ζήσει όσα άλλοι άνθρωποι, σε άλλες εποχές δε γνωρίζουν σε όλη τους τη ζωή. Πόλεμο, κατοχή, πείνα, ξεριζωμό, περιπλάνηση, θάνατο, εγκατάλειψη, ευθύνες βαριές για παιδικούς ώμους.
Δεν διανοήθηκε να φοβηθεί όταν το μουλάρι άρχισε να περπατά στο στενό φιδογυριστό μονοπάτι, ανάμεσα σε δρυς, έλατα, οξιές κι αγριοκαστανιές. Δεν τόλμησε να αφήσει το νου του να παρασυρθεί από τις αφύσικες σκιές που έπλαθε το απόκοσμο ασημένιο φως του φεγγαριού γύρω του, να αφήσει την καρδιά του να γοργοχτυπήσει από τα ξαφνικά φτερουγίσματα άγνωστων κι αόρατων πουλιών, από τους παράξενους ήχους που τον περικύκλωναν, άλλοι κοντινοί, άλλοι πιο μακρινοί και πιο απειλητικοί. Δεν επέτρεψε στο σκοτάδι του πυκνού δάσους να τον κάνει να πισωγυρίσει καθώς σκέπαζε τον ίδιο και το μουλάρι του, σα να τους κατάπινε στην τρομαχτική κοιλιά του καθώς προχωρούσαν μικροί κι ανυπεράσπιστοι ολόισια μέσα του. Όχι, δεν θα γύριζε επ’ ουδενί. Όχι δεν θα δεχόταν να τον κοιτάξουν με κατανόηση και λύπηση, να κρυφογελάσουν που σκιάχτηκε.
Το ρέμα στο βαθύ φαράγγι στα δεξιά του μούγκριζε θυμωμένο καθώς κατέβαζε τα νερά της χθεσινής καλοκαιρινής μπόρας προς τον Μέγδοβα. Ο αέρας έφερνε φωνές, ψίθυρους επιτακτικούς, κλάματα γοερά, φοβέρες καθώς περνούσε ανάμεσα στους κορμούς, στα κλαδιά, στις φυλλωσιές των δέντρων. Έπιασε να σιγοσφυρίζει ένα σκοπό που άκουσε κάπου - σ’ ένα γραμμόφωνο; σε κάποιο πανηγύρι; - κι έσκυψε να χαϊδέψει το σβέρκο της Γκέσας, να νοιώσει τη φλέβα στο πλάι του λαιμού της να χτυπάει ρυθμικά. Ήταν ο χτύπος αυτός και ο ήχος του σφυρίγματός του, οι άγκυρες που κρατούσαν το μυαλό του δεμένο στη γη και δεν άφηναν τους αρχαίους φόβους να τον καταλάβουν και να τον καταβάλουν.
Κάπου μπροστά του, από ένα άνοιγμα των δέντρων, είδε τη Νεβρόπολη λουσμένη στο φεγγαρόφωτο. Ένα κλαδί που δεν πρόσεξε τον χτύπησε ελαφρά στο χέρι, ένα αραχνοπάνι γεμάτο δροσοσταλίδες τυλίχτηκε στο πρόσωπό του και το ‘διωξε αηδιασμένος. Μια κουκουβάγια φτερούγισε δίπλα του. Τα δέντρα παραμέριζαν στο πέρασμα του καθώς ένα στενό, μακρόστενο, ελαφρά κατηφορικό ξέφωτο ξανοιγόταν μπροστά του. Το κουφάρι μιας μεγάλης ξερής καστανιάς, χτυπημένης από κεραυνό, με μια απειλητική και σκοτεινή κουφάλα και τα γυμνά κλαδιά απλωμένα, γίγαντας εκατόγχειρας που απειλεί τον ουρανό, στεκόταν στην άκρη του μονοπατιού, στο όριο του δάσους. Την ώρα που την προσπερνούσε γέρνοντας ασυναίσθητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, το είδε.
Στεκόταν εκεί, ακίνητο, απειλητικό και του έκλεινε το δρόμο. Έμοιαζε να ‘ναι δυο οργιές ψηλό, με φαρδιές πλάτες, ευθυτενές και λαμπερό λες και δεκάδες φλόγες έβγαιναν από κάθε εκατοστό του κορμιού του. Σαν καιόμενος δαίμονας της κόλασης που είχε βγει να κυνηγήσει. Να Τον κυνηγήσει.
Το αίμα του πάγωσε, τράβηξε τα γκέμια κι έστρεψε ενστικτωδώς το μουλάρι προς τα πίσω, στο μονοπάτι που μόλις είχε διασχίσει. Το δάσος στεκόταν μαύρο και απειλητικό κι η πελώρια καστανιά - πως μεγάλωσε αλήθεια έτσι; - έγερνε τα χέρια της κατά πάνω του. Ο πανικός πλημμύρισε το είναι του και χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι να σταματήσει η τρικυμία στο μυαλό του, να κυλήσει ξανά το αίμα στις φλέβες του, να πάψει η λογική να συγκρούεται με αυτό που τα μάτια του έβλεπαν.
Να γυρίσει πίσω να πει τι στον πατέρα του; Τι στους συνομήλικούς του; Ότι ένας φλεγόμενος γίγαντας του έκλεινε το δρόμο; Ποιος θα τον πίστευε;
Στάθηκε για λίγο ακίνητος κοιτώντας προσεκτικά προς τον λαμπερό γίγαντα. Πρέπει να ήταν λίγο περισσότερα από εκατό τα μέτρα που τους χώριζαν και όλο το διάστημα που ήταν εκεί, δεν είχε κουνηθεί ούτε βήμα. Χρειάστηκε να τραβήξει τα γκέμια για να σταματήσει τη Γκέσα που πήρε το δρόμο καταπάνω του. Ήθελε να ζυγίσει την κατάσταση, να ξαναβρεί ρυθμό η αναπνοή του. Ψηλαφιστά βρήκε ξανά τη φλέβα στο λαιμό του μουλαριού και τη χάιδευε να κλέψει λίγο από τη σταθερότητα και τη σιγουριά του ζωντανού.
- Έιιι! Φώναξε και απάντηση δεν πήρε
- Έιιιι, ποιος είσαι ρε; Ξαναείπε δυνατά και η φωνή του αντιλάλησε ένα γύρο αλλά απάντηση καμιά.
Τράβηξε ξανά τα γκέμια της Γκέσας που σιγοπερπατούσε στο μονοπάτι, άγγιξε πάλι τη φλέβα στο λαιμό της που χτυπούσε ήρεμα. Κάτι δεν ταίριαζε, κάτι δεν έδενε και το μυαλό του αναζητούσε χώρο και χρόνο να το ξεδιαλύνει κι έτσι καθώς ήταν σκυφτός σαν η κουρτίνα του πανικού να τραβήχτηκε ξαφνικά κι η λογική να χύθηκε ορμητικά στο μυαλό του.
Γιατί η Γκέσα περπατούσε προς τον λαμπρό γίγαντα; Γιατί η φλέβα στο λαιμό της δεν έδινε κανένα σημάδι ανησυχίας, τρόμου, πανικού; Γιατί το αλάνθαστο ένστικτο του ζωντανού απέκλειε αδιαμφισβήτητα το φόβο; Μήπως τίποτα δεν υπήρχε μπροστά του; Μήπως όλα ήταν παιχνίδια του μυαλού του; Έχανε το μυαλό του; Φανταζόταν πράγματα; Έβλεπε όνειρα ξύπνιος;
Μέσα σε λίγα λεπτά είχε πάρει τις αποφάσεις του. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Έσκυψε στο πλάι κι έλυσε τη μια ξύλινη σούβλα. Την πέρασε κάτω από τα δεξιά μασχάλη και την κράτησε σφιχτά κοντά στο κορμί το και προτεταμένη. Μάζεψε ψηλά τα γόνατα κι έσφιξε τις φτέρνες στα πλευρά του μουλαριού. Τύλιξε δυο - τρεις φορές το καπίστρι στο αριστερό χέρι, έσκυψε το κορμί του μπροστά, έδωσε μια δυνατή στα πλευρά του μουλαριού που χύθηκε τρέχοντας στον κατήφορο καταπάνω στον γίγαντα. Ήταν το θέαμα εκπληκτικό, αν μπορούσε κάποιος να το παρακολουθεί. Παραμυθένια ηρωϊκό και μεγαλειώδες΄. Ένας ιππότης φεγγαρολουσμένος με μια σούβλα για δόρυ κι ένα μουλάρι γι’ άλογο, χωρίς πανοπλία και με τα χείλη μια γραμμή γεμάτη αποφασιστικότητα.
Όσο τον πλησίαζε, ο φλεγόμενος γίγαντας έχανε το μπόι του καi γινόταν λιγότερο λαμπερός μέχρι που σχεδόν τον έφτασε και λίγο πριν πέσει πάνω του και τον σουβλίσει πέρα ως πέρα, τράβηξε τα γκέμια και σταμάτησε το μουλάρι. Κοντοστάθηκε ένα δευτερόλεπτο να καθαρίσει το βλέμμα του και αφέθηκε σε ένα λυτρωτικό γέλιο που αντήχησε σε όλο το δάσος.
Ο γίγαντας ήταν ένας σαρακοφαγωμένος, διάτρητος κορμός δέντρου, κοντά στα δυο μέτρα ψηλός που έστεκε στην άκρη στο μονοπάτι. Η απογευματινή μπόρα, είχε γεμίσει με στάλες νερού κάθε τρύπα στο ξύλο και το φώς του φεγγαριού τις έκανε να λάμπουν όλες μαζί. Ασυναίσθητα, έδωσε ένα δυνατό χτύπημα με τη σούβλα στο σάπιο δέντρο κι ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου διαλύθηκε σαν σκόνη.  Ήταν η εκδίκησή του για τον τρόμο που έζησε.
Η στιγμή εκείνη, που πήρε την απόφαση να αναμετρηθεί με τον γίγαντα, να αναμετρηθεί με τους φόβους του, ήταν η αρχή της μεγάλης νίκης της λογικής επί της ορατής πραγματικότητας, του μυαλού επί του ενστίκτου. Αν είχε πισωπατήσει, αν δεν είχε δώσει την μικρή ηρωική του μάχη, θα είχε ζήσει με τη βεβαιότητα ότι κάποτε συνάντησε έναν φλεγόμενο γίγαντα κάπου στα Αγραφιώτικα δάση και δεν θα ήταν ο μικρός ιππότης με τη σούβλα αλλά ο παραμυθάς που είδε φαντάσματα. Η στιγμή εκείνη που αντιμετώπισε τους φόβους του, ήταν το σημείο καμπής, ήταν το ορόσημο της ενηλικίωσής του.