Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Υπογείως

Ιστορίες ανθρώπων

ΜΑΡΙΑ - ΑΛΙΜΟΣ

Ακούμπησε στην πλάτη της θέσης αριστερά της πόρτας όπως μπήκε στο τελευταίο βαγόνι στην προ-τελευταία πόρτα του συρμού, στην κόκκινη γραμμή του Μετρό. Στάση Άλιμος. Είχε διαλέξει να μπαίνει από τη συγκεκριμένη πόρτα γιατί στο Σύνταγμα την άφηνε ακριβώς απέναντι από τις σκάλες που οδηγούσαν στο επίπεδο της μπλε γραμμής και από εκεί, στο Μέγαρο Μουσικής, δυο λεπτά περπάτημα μέχρι το «Αλεξάνδρα» όπου δούλευε, στο καρδιολογικό. Τριάντα τέσσερα χρόνια. Τα 12 τελευταία, προϊσταμένη. Η τελευταία της σειράς της. Όλες οι άλλες είχαν φύγει με σύνταξη, λόγω ανηλίκων τέκνων. Η ίδια δεν είχε παιδιά. Ούτε άντρα.
Ήταν ιδιαίτερα ψηλή για γυναίκα της ηλικίας της, ένα εβδομήντα, ίσως ένα εβδομήντα πέντε. Είχε κοντά ξανθά μαλλιά, από τότε που ξεκίνησε να τα βάφει στα τριάντα δύο της, πριν από εικοσιένα χρόνια. Κανονικά ήταν καστανή. Το βάψιμο με το συνοδευτικό χτένισμα, ήταν μια από τις ελάχιστες μικρές απολαύσεις που επέτρεπε ακόμα στον εαυτό της.
Φορούσε ένα αμάνικο ριχτό κόκκινο μπλουζάκι με λαιμόκοψη χαμόγελο και μια λουλουδάτη φούστα μακριά, ως κάτω από το γόνατο. Στα πόδια στρωτά και κλειστά δερμάτινα παπούτσια, τα οποία θα άλλαζε με τα πλαστικά σαμπό μόλις έφτανε στο νοσοκομείο. Στα μάτια, γυαλιά με καφέ - χρυσαφί σκελετό και χοντρούς φακούς.
Στεκόταν σχεδόν ακίνητη κοιτώντας ψηλά, πάνω από τα κεφάλια των επιβατών. Ανά διαστήματα σήκωνε το αριστερό της χέρι και συμβουλευόταν λίγα χαρτιά, κομμένα από κάποιο συναξάρι ή βιβλίο ψαλμών, εκείνα με το περίτεχνο πρώτο γράμμα στην αρχή των κεφαλαίων, τις κυματιστές περισπωμένες, τις παιχνιδιάρικες υπογεγραμμένες και τις σκόρπιες παραγράφους με κόκκινο μελάνι. Με το δεξί έσφιγγε γερά παραμάσχαλα την τσάντα της που ήταν περασμένη με κοντό λουρί, από τον ώμο της. Δεν κουνούσε τα χείλη αλλά προφανώς έψελνε ή απήγγειλε από στήθους όσα τα χαρτιά της υπαγόρευαν.
Ήταν θρησκευόμενη από μικρή. Μετά τα σαράντα της όμως, παντρεύτηκε τις εκκλησίες και τους παπάδες σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων γύρω από το σπίτι της. Τα σαββατοκύριακα, οι αργίες και οι διακοπές της ήταν αφιερωμένες σε μοναστήρια ανά την επικράτεια. Νήστευε στις νηστείες τηρώντας με αυστηρότητα όλα τα από την παράδοση προβλεπόμενα. Ξόδευε μικρές περιουσίες σε φυτιλάκια, καρβουνάκια, λάδι, κεριά και βιβλιαράκια με βίους αγίων και ψαλμωδίες κι όλα αυτά για να βρει παρηγοριά στον ανομολόγητο φόβο της που την σκότωνε αργά: την μοναξιά των γηρατειών. Την είχε ζήσει αυτή την μοναξιά, είχε τρομάξει, είχε καταβληθεί από την εξ επαγωγής παρουσία της. Είχε γηροκομήσει τη μάνα της εφτά χρόνια, τα τελευταία τρία με άνοια, πρακτικά κατάκοιτη, στριμμένη, κακιά, επιθετική, εκδικητική, παράλογα απαιτητική. Αυτή δεν είχε κανέναν, αν ποτέ βρισκόταν στην ίδια θέση. Άλλες, στην ηλικία της, όταν βρίσκονται αντιμέτωπες με το ίδιο πρόβλημα, καταφεύγουν στα φάρμακα. Εκείνη στράφηκε στο θεό. Και στα φάρμακα.

ΠΑΥΛΟΣ - ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ

 «Σαν τις κότες που σκύβουν, πίνουν μια γουλιά και στρέφουν το κεφάλι στον ουρανό» σκέφτηκε χαμογελώντας καθώς παρατηρούσε την ψηλή γυναίκα διαγώνια και πίσω στο ίδιο βαγόνι να σκύβει στο χαρτάκι στο χέρι της και να σηκώνει ξανά το κεφάλι. Είχε βρεθεί στην πόρτα απέναντι από εκείνη που μπήκε. Δεν το διάλεξε το σημείο, ήταν το αποτέλεσμα της συνισταμένης των δυνάμεων που ασκήθηκαν από όσους έμπαιναν και έβγαιναν στο συρμό, στη στάση Ηλιούπολη.
Έγειρε εκεί που βρέθηκε και στηρίχθηκε στην πόρτα. Μέτριος στο ύψος, με χαμηλό μέτωπο, μαύρο μαλλί σπαστό, απεριποίητο και ατίθασο, φρύδια σμιχτά. Φορούσε ένα χακί καπέλο, ένα μπλε μπλουζάκι με μιαν απροσδιόριστη στάμπα στο στήθος κι έναν μεγάλο λεκέ ιδρώτα κάτω από τη μασχάλη. Παντελόνι τζιν, φαρδύ που έμοιαζε ξένο πάνω από τα αδύνατα πόδια του και καφέ δερμάτινα γδαρμένα παπούτσια. Παντοφλέ.
Είχε σπουδάσει φυσικό στα Γιάννενα, χρειάστηκε οχτώ χρόνια να πάρει πτυχίο, είχε βλέπεις τη δουλειά, σερβιτόρος στην ψησταριά, και το κόμμα. Ύστερα δύο φαντάρος, τον ένα στο Διδυμότειχο. Μετά, πέντε χρόνια στο Αγρίνιο, αφισοκολλητής στο κόμμα, λίγα ιδιαίτερα, ένα φεγγάρι σε φροντιστήριο. Δεν το ΄χε όμως ούτε με την επιστήμη ούτε με το καθηγητηλίκι. Το πάλεψε και σαν ωρομίσθιος και σαν αναπληρωτής αλλά «το κράτος και οι συνθήκες» ήταν εναντίον του. Είχε δώσει κάποτε και εξετάσεις στον ΑΣΕΠ. Απέτυχε. «Αφού είναι μιλημένα», έλεγε στην μικρή του παρέα στο καφενείο στο χωριό ανάμεσα σε τσίπουρα με σταφιδοστράγαλα, «τις θέσεις τις μοιράζουν μεταξύ τους, δεν αφήνουν την εργατική τάξη να ανέβει κοινωνικά».
Δεν ζούσε, παρασυρόταν από τη ζωή σε έναν κόσμο που δεν γνώριζε και δεν μπόρεσε να μάθει. Σχεδόν σαράντα χρόνια, ή όσα τέλος πάντων θυμάται τον εαυτό του, κρατά τη ζωή και την γυρνά πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, προσπαθώντας να βρει τις οδηγίες χρήσης. Χαμένος κόπος. Μάλωσε με τον πατέρα του, έναν ξεροκέφαλο αγράμματο και δύστροπο κτηνοτρόφο από τα ορεινά της Τριχωνίδας, όταν του είπε ότι είχε σκοπό να βάλει σαλιγκάρια. Δεν έβαλε. Ευτυχώς. Δοκίμασε να καλλιεργήσει κράνα, μάζευε μούρα, ρίγανη, έφτιαξε μελίσσια που τα χάλασε μετά ώσπου στο τέλος ανέλαβε τα λίγα προβατάκια του πατέρα του, όταν ο τελευταίος δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Χρειάστηκε δυο χρόνια να τα κάνει 70 από εκατό που τα παρέλαβε, χρειάστηκε να γελά μαζί του στην αρχή το καφενείο στο χωριό, μετά ο κτηνίατρος στο Θέρμο και στο τέλος όλοι οι υπάλληλοι του πρωτογενούς στο κτίριο της Νομαρχίας στο Αγρίνιο, πριν καταφέρει να τα μανιπουλάρει. Όχι χωρίς κόστος. Οι κάτοικοι των μικρών, κλειστών επαρχιακών κοινωνιών μπορούν να είναι ιδιαίτερα σκληροί με κάποιους ανθρώπους και στην περίπτωσή του το έδειξαν και το απέδειξαν. Πλέον έπινε πολύ, μιλούσε ελάχιστα κι όταν μιλούσε, το έκανε για να τα βάλει με το κράτος γιατί δεν μπορούσε να τα βάλει με τους ανθρώπους, γιατί δεν είχε τη δύναμη να τα βάλει με τον εαυτό του ή με τον πατέρα του που του έμαθε τη ζωή χρησιμοποιώντας την δερμάτινη λουρίδα του παντελονιού του στην πλάτη του.
Αυτόν τον πατέρα πήγαινε τώρα να δει, στον Άγιο Σάββα. Έμεινε το βράδυ στον μόνο άνθρωπο που ένοιωθε «δικό του», στη θειά του, την αδερφή της μακαρίτισσας της μάνας του, στο Καλαμάκι. Το πρωί ήπιε καφέ, ελληνικό σκέτο, κάπνισε ένα στριφτό, τα είπε με τη θεία για το χωριό, τη ζωή του – «όλα καλά θείτσα, όλα καλά» - και ξεκίνησε.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ – ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ένας τύπος με παράξενο καπέλο και ατίθασο μαλλί στηριζόταν αμέριμνος στην πόρτα καθώς ο συρμός σταματούσε αργά στην αποβάθρα στο σταθμό Αγίου Δημητρίου και πετάχτηκε τρομαγμένος όταν αυτή άνοιξε. Τον περίμενε να βρει την ισορροπία του, τον προσπέρασε και κατευθύνθηκε αριστερά, στο διάδρομο ανάμεσα στα βαγόνια. Στάθηκε εκεί, κοίταξε ξανά, από επαγγελματικό ενδιαφέρον, τον τύπο που τώρα χειρονομούσε και κουνούσε τα χείλη χωρίς να μιλά, ύστερα έβγαλε το τάμπλετ, σήκωσε τα γυαλιά ηλίου στα μαλλιά, άνοιξε ένα έγγραφο και προσποιήθηκε ότι διαβάζει.
Φορούσε στενό σκούρο μπλε παντελόνι, ταμπά μοκασίνι , λευκό πουκάμισο και ροζ γραβάτα. Είχε περασμένο στον ώμο το σακίδιο πλάτης και το σακάκι διπλωμένο στο μπράτσο του. Τα μαλλιά του είχαν αραιώσει στο μέτωπο από νωρίς και στο πανεπιστήμιο είχε ήδη αποκτήσει το χαρακτηριστικό σχήμα Μ με τους ψηλούς κροτάφους. Τα μάζευε όλα πίσω και τα έδενε κοτσίδα. Η μάνα του συνήθιζε να τον φωνάζει Φρόυντ. Ίσως αυτό να ήταν η κρυφή αιτία, ένας υφέρπων ναρκισσισμός, που τον έσπρωξε στην ψυχιατρική.
Το ιατρείο του ήταν στο Κολωνάκι, δίπλα στον Ευαγγελισμό, προικώο της γιαγιάς του από τον πατέρα της, μεγαλέμπορο από την Καλαμάτα που επένδυσε σημαντικό κομμάτι της περιουσίας του σε ακίνητα της πρωτευούσης. Συνήθιζε να κατεβαίνει ως το Σύνταγμα με το μετρό και μετά με τα πόδια. Κριεζώτου, Κανάρη, καφέ στο χέρι από το Carpo, Πατριάρχου Ιωακείμ ως την Μαρασλή. Μοίραζε καλημέρες και χαμόγελα στις νεαρές πωλήτριες και στις πρωινές κυρίες, έπιανε μικρές συζητήσεις για μπάλα και πολιτική με τον μανάβη και τον κύριο Ηλία, συνταξιούχο της Τραπέζης της Ελλάδος, κι έφτανε στις εννιά και τέταρτο στο Ιατρείο. Η Χαρά, η γραμματέας του, ήταν ήδη εκεί και τα ραντεβού κλεισμένα. Όχι πολλά αλλά αξιοπρεπώς αρκετά.
Τη Χαρά την απέλυσε πρόπερσι. Τα ραντεβού ήταν σαφώς λιγότερα και τα έσοδα δεν επαρκούσαν για τη συντήρηση και των δυο. Από την άνοιξη φέτος, σταμάτησε να ανεβαίνει με τα πόδια, δεν άντεχε όλη αυτή την ταλαιπωρία. Άλλαζε γραμμή στο Σύνταγμα και κατέβαινε Ευαγγελισμό. Έπαιρνε καφέ από τα καταθλιπτικά μαγαζάκια απέναντι από την είσοδο του Ευαγγελισμού και μετά έβλεπε τα ραντεβού του στα διαλείμματα του σχολιασμού στο facebook. Η αλήθεια είναι ότι του στοίχισε πολύ αυτή η απώλεια της καθημερινής του «ταλαιπωρίας». Ένοιωθε σαν να υπέστη έναν βίαιο ακρωτηριασμό αλλά από την άλλη νόμιζε ότι έβλεπε στα μάτια όλων οίκτο για τις «δουλειές που δεν πάνε καλά» και αυτό δεν το άντεχε.
Χτες βράδυ είχε αποφασίσει οριστικά να φύγει από την Ελλάδα. Δεν ήταν ξαφνική απόφαση, τριγύριζε στο μυαλό του μήνες τώρα Ξενύχτησε ψάχνοντας ευκαιρίες για μετακόμιση σε Αγγλία, Καναδά, Σκανδιναβικές χώρες. Ξημερώματα σχεδόν τον πήρε ο ύπνος. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και τον τριβέλιζαν από την ξηρότητα. «Να θυμηθώ να βάλω δυο σταγόνες» σκέφτηκε κι αφέθηκε στην παρήγορη προοπτική της μετοίκησης. Ήταν τριάντα οχτώ πια, δεν είχε πολλές ευκαιρίες. Ή αυτό ή θα χρειαζόταν βοήθεια από κάποιον συνάδελφό του. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πως θα το έλεγε στη μάνα του. Μάλλον, πως θα αντιδρούσε η μάνα του. Έσμιξε τα φρύδια, έκανε μια γκριμάτσα σαν να διώχνει μακριά τη σκέψη και συνέχισε να προσποιείται ότι διαβάζει, με μεγαλύτερη πλέον προσήλωση.

ANA – ΔΑΦΝΗ

 «Νάτος!» Μπήκε μέσα, γλίστρησε έτσι μικρόσωμη και λεπτούλα που είναι ώσπου βρέθηκε να ακουμπά στον τοίχο απέναντί του, στον στενό διάδρομο που ενώνει τα δυο βαγόνια. «Πάλι διαβάζει» σκέφτηκε, «πάντα διαβάζει» και χαμογέλασε κρυφά όλο στοργή. Πως γίνεται να νιώθεις στοργή για κάποιον που δεν γνωρίζεις καν το όνομά του, που δεν έχεις ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα;
Πωλήτρια σε ρουχάδικο, στο Κολωνάκι, επί της Πατριάρχου Ιωακείμ, η Ανα με το ένα νι. Μικροκαμωμένη, εύχαρις, φωτεινή, ντυμένη προσεκτικά, οικονομικά αλλά όχι φθηνά, να όπως τώρα με την άσπρη παντελόνα, τους κοθόρνους από φελλό και το μονόχρωμο κολλητό τοπάκι.
Τον πρώτο χρόνο την έφερνε στη δουλειά ο Μπένη με το παπί. Μετά παντρεύτηκαν. Έφτανε νωρίς, συμμάζευε μέσα, σκούπιζε το πεζοδρόμιο, καθάριζε το τζάμι στην πόρτα, παράγγελνε καφέ για την κυρία Νόρα και κουτσομπόλευε με τις κοπέλες από τα διπλανά μαγαζιά. Έτσι κι εκεί τον πρωτοείδε, ένα τέτοιο πρωινό, να περνά από το απέναντι πεζοδρόμιο, πάντα από το απέναντι πεζοδρόμιο, κομψός και όμορφος. Σαν άγγελος, μακρινός, απλησίαστος.
Παντρεύτηκαν μικροί, αυτή κι ο Μπένη, περισσότερο υπακούοντας στις επιταγές των δικών τους, και ξόδεψαν νωρίς το λιγοστό απόθεμα πάθους. Δεν ήρθε και κάποιο παιδί να καθίσει σαν έρμα κι έτσι υψώθηκε και βολοδέρνει, παιχνιδάκι στις πνοές των ανέμων το αερόστατο που βαφτίστηκε «οικογένεια» προς χάριν των συμβάσεων της κοινωνίας. Ο Μπένη εργολάβος ανακαινίσεων αναλαμβάνει υποκαταστήματα τραπεζών ανά την Ελλάδα, κι αυτή να φυλάει Θερμοπύλες, πότε στο Κολωνάκι, πότε στην πλατεία της Δάφνης, δίπλα – δίπλα με κουνιάδα και πεθερά. Μόνη, σε ένα διπλό κρεβάτι που βουλιάζει μονόπατα και που το στρώμα ξερνά το κορμί της από πάνω του. Μόνη να καίγεται τα βράδια στη φλόγα των εικοσιπέντε χρόνων της.  Μόνη με τον Μπένη να λείπει ακόμα κι όταν κοιμάται πλάι της.
Η μάνα της, της είπε να τον παρατήσει, να πάει μαζί τους στην Αλβανία. Έχουν από το ’12 που γύρισαν και «τα Τίρανα είναι σαν την Αθήνα και καλύτερα» της λέει αλλά η Ανα με το ένα νι, δεν ξέρει παρά ελάχιστα Αλβανικά και δεν θέλει να ξεριζωθεί, η Ελλάδα είναι η πατρίδα της, αλλά ως πότε; Αν πατρίδα είναι οι άνθρωποι, ελάχιστοι έμειναν «δικοί» της, κανείς να εξομολογηθεί τις σκέψεις της.
Παρηγοριά και όαση στο μικρό της «δράμα», οι πρωινές συναντήσεις με τον άγγελό της, τα χάδια που του χαρίζει με τα μάτια, η τρυφερότητα με την οποία του στρώνει με το βλέμμα ένα τσουλούφι που ξεφεύγει από την κοτσίδα, η λαχτάρα να συναντήσει μια φορά τη φλόγα του βλεφαρίσματός του, κι όταν τυχαίνει εκείνος να αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο χώρο, τότε τρομαγμένη εκείνη αποτραβά τη ματιά της, μην και την καταλάβει και γελάσει μαζί της.

DEEPAK – ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Αόρατος, είναι το επίθετο που ταιριάζει απόλυτα στον αδύναμο, κοντό, φιλάσθενο μελαμψό άνδρα απροσδιορίστου ηλικίας που μπήκε τελευταίος στο βαγόνι στη στάση του Αι Γιάννη και στριμώχτηκε κολλημένος με το πρόσωπο στο τζάμι πίσω από τις θέσεις αριστερά της πόρτας. Αόρατος. Μάλιστα είναι το επίθετο που ταιριάζει σε όλους τους μελαμψούς νεαρούς και σε όλους τους άστεγους και σε όλα τα παιδιά των φαναριών και σε όλους τους ζητιάνους και σε όλους τους τσιγγάνους και τους γυρολόγους, τους παλαιοπώλες  και σε τόσους άλλους.
Φορούσε καθαρό, σκούρο τζιν παντελόνι, μπλε μπλουζάκι με μια σειρά πολύχρωμες λεπτές ρίγες στο στήθος δίχρωμα αθλητικά παπούτσια από συνθετικό ύφασμα με χοντρή σόλα. Από κάθε πόρο του κορμιού του αναδυόταν οι χαρακτηριστικές μυρωδιές ινδικών μπαχαρικών και το άσπρο των ματιών του είχε το χρώμα της ώχρας. Στην αγκαλιά του έσφιγγε μια τσάντα εμπορικού από όπου προεξείχε μεγάλος φάκελος ιατρικών εργαστηρίων.
Ίσως ήταν η φτιαξιά του, ίσως πάλι το πρόβλημα ήταν γονιδιακό, μπορεί να έφταιγε η απόλυτη φτώχια της παιδικής του ηλικίας που σημάδεψε κορμί και ψυχή, μπορεί το ταξίδι της προσφυγιάς και τα πρώτα χρόνια δουλειάς σε τούτη την άκρη της γης όπου βρέθηκε, σε χωράφια, στάβλους, φανάρια, στο μαγαζί με τα αξεσουάρ κινητής  στα στενά πίσω από το Δημαρχείο. Μπορεί να φταίνε οι δεκαπέντε ώρες καθημερινά πάνω από τη ραπτομηχανή στο δικό του μαγαζί «επιδιορθώσεις ενδυμάτων». Σε ότι κι αν οφειλόταν, το κορμί του ήταν διαλυμένο, του το φώναζε από καιρό και τον τελευταίο χρόνο έτρεχε στους γιατρούς.
Το πρώτο ραφτάδικο το άνοιξε στην πλατεία Καλογήρων και μετά, τα τελευταία χρόνια, πίσω από το Κάραβελ. Εκεί, στους Καλογήρους την είχε δει την λεπτοκαμωμένη κοπελίτσα με το άσπρο παντελόνι που στεκόταν στο διάδρομο ανάμεσα στα βαγόνια. Είχε φέρει δυο – τρεις φορές τζιν, να τα μπαλώσει στον καβάλο, αντρικά, φθαρμένα από τη σέλα στο μηχανάκι, και μια φορά ένα δερμάτινο δικό της, για αλλαγή κουμπιών. Είχαν πιάσει και συζήτηση, εκείνη δηλαδή του μιλούσε κι αυτός άκουγε και κουνούσε το κεφάλι. Η καταγωγή του και οι κοινωνικοί διαχωρισμοί στην πατρίδα του αυτό επιβάλουν. Γι’ αυτό της χαμογέλασε, ως δείγμα αναγνώρισης και σεβασμού κι επειδή στο μεταξύ έμαθε ότι αυτό οφείλει να κάνει. Ματαίως. Έξω από το μαγαζί του και μακριά από τον πάγκο του, ήταν αόρατος.
Το μαγαζί στους Καλογήρους το βρήκε σπασμένο δυο φορές. Τη δεύτερη, υπήρχαν και συνθήματα που τον καλούσαν να φύγει και ότι δεν τον θέλουν στη γειτονιά. Μίλησε με συντοπίτες του, ρώτησε, μετακόμισε κι ήταν για καλό. Το καινούργιο μαγαζί μεγαλύτερο, η δουλειά περισσότερη και τα λεφτά πολλά, πάρα πολλά. Προσέλαβε βοηθό αλλά ο ίδιος δεν έφευγε ποτέ από τον πάγκο του παρά μόνο για προμήθειες.  Οι άνθρωποι αυτόν ήξεραν, αυτόν έψαχναν.
Δεν ήξερε από πότε ήταν άρρωστος. Πρώτα ανακάλυψε  το πρόβλημα στην καρδιά, μετά στα νεφρά κι έβλεπε το χοντρό κομπόδεμα που είχε χτίσει να εξανεμίζεται και δούλευε περισσότερο και όσο περισσότερο δούλευε τόσο γρηγορότερα το κορμί του διαλυόταν.
Από εψές είχε κανονίσει το σημερινό πρωινό ραντεβού στον Ευαγγελισμό. Θα προσπαθούσε να βγάλει άκρη αν και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να καθίσει να εξηγήσει με υπομονή στον αόρατο τι έχει, πόσο σοβαρό είναι και τι πρέπει να κάνει.  Δεν βοηθά κι η γλώσσα που παρά την καθημερινή τριβή με τους ντόπιους, δεν μπόρεσε να μάθει, δεν βοηθά και η δουλική του συμπεριφορά, το διαρκές λύγισμα της μέσης αλλά είναι βαριά και βαθειά η κληρονομιά του πολιτισμού που τον γέννησε και τον μεγάλωσε, όπου η υποταγή είναι σκαλισμένη στον χαρακτήρα.
Χαμογέλασε ξανά στο κορίτσι με το άσπρο παντελόνι όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν αλλά προφανώς ο πάγκος του δίνει υπόσταση και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει.

ΜΠΙΛΗΣ – ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Κόλλησε χιλιάδες ένσημα σε γυμναστήρια, έτρεξε αμέτρητα χιλιόμετρα σε διαδρόμους, ίδρωσε, κόπιασε, κατάπιε σκόνες και χάπια, χτύπησε ενέσεις, το έχτισε τελικά το εντυπωσιακό κορμί που στενάζει κάτω από το κολλητό μαύρο μακό με την κεντημένη ελληνική σημαία στο μπράτσο.
Συνήθως, κατεβαίνει στην «Αττική» κι ύστερα περπατά το ένα – εμάμιση χιλιόμετρο μέχρι τη δουλειά, σεκιουριτάς σε σταθμό λεωφορείων. Του αρέσει να βαδίζει προκλητικά ανάμεσα στα λιπόσαρκα σκουρόχρωμα ανθρωπάκια που κατακλύζουν την περιοχή στη Λιοσίων, και  να παρακαλά για αφορμή να μοιράσει σφαλιάρες ή κλωτσομπουνίδια. Δυστυχώς δεν τυχαίνει συχνά ή σχεδόν καθόλου. Έκοψαν και τις βραδινές εξόδους για «κυνήγι» με την παρέα ύστερα από τα γεγονότα με τους κομμουνιστές στον Πειραιά. Ας είναι. Τουλάχιστον έχει δουλειά και το χρωστάει στους δικούς του ανθρώπους.
Σήμερα έχει ρεπό. Κατεβαίνει Σύνταγμα και μετά Αμπελόκηπους, έχει ραντεβού με ένα φιλαράκι που υπηρετεί ΓΑΔΑ να κανονίσουνε για άδεια οπλοφορίας και με την ευκαιρία να πάνε και για σκοποβολή.
Του αρέσει που αραιώνουν όλοι στην εμφάνισή του, του αρέσει που τραβά τα βλέμματα ανδρών και γυναικών, δεν του αρέσει που δεν μπορεί να σταυρώσει γκόμενα, πέρα από κάτι ξεπέτες, κάτι πατσαβούρες που θα την βρίσκανε ακόμα και με αλβανούς ή τίποτα πακιστανούς, ακόμα και αραπάδες. Έχει πλακώσει στα χαστούκια κάποτε μια τέτοια που προσπαθούσε να τον πείσει ότι όλοι είναι άνθρωποι και τέτοιες μαλακίες και ότι οι έλληνες είναι μπάσταρδοι τούρκοι, σλάβοι και αλβανοί. «Αλβανό να πεις τον πατέρα σου, παλιοχαμούρα» της είπε και την έφτυσε πριν αμολήσει την τεράστια παλάμη του στη μούρη της.
Στεκόταν με τα πόδια μισάνοιχτα και τα «φτερά» ανοιχτά και σάρωνε προκλητικά το χώρο με τα μάτια πίσω από τα σκούρα police γυαλιά. Στο μπράτσο τατού ένα σύμπλεγμα σπαθί, περικεφαλαία, δαφνοστέφανο κι από πάνω με κεφαλαία και αρχαιοπρεπώς, «μολών λαβε». Ένοιωθε την αρχαιοελληνική κληρονομιά και τα κατορθώματα των ελλήνων ανά τους αιώνες, σαν βάρος πάνω στους ώμους του και ίσως γι’ αυτό μεγάλωνε τους τετρακέφαλους και τους κοιλιακούς, για να μπορεί να το αντέξει.
Στάμπαρε με την πρώτη τη σκούρα μισοριξιά, το σφάλμα της φύσης και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν κατάλαβε ότι ο σκούρος την έπεφτε στη ντελικάτη κοπελίτσα στη μέση του βαγονιού, δυο πόρτες παρακάτω.  Σκέφτηκε να φωνάξει αλλά το βαγόνι ήταν τίγκα και οι φίλοι του του έλεγαν να λουφάζει καλύτερα. Χαμηλό προφίλ και άλλες τέτοιες πολιτικάντικες μαλακίες που δεν καταλάβαινε και δε γούσταρε. Η  παρέα χάλασε από τότε που έγινε κόμμα, όλοι το έλεγαν, αλλά έτρωγε ψωμί και δεν μιλούσε. Θα το κανόνιζε αυτός όμως το πουστράκι, θα το κανόνιζε.

ΜΑΡΙΑ-ΕΛΕΝΗ – ΣΥΓΓΡΟΥ - ΦΙΞ

Είχε καρφώσει πεινασμένα το βλέμμα της στον χοντρό σβέρκο του νεαρού με τα μούσκουλα. Ευτυχώς φορούσε σκούρα γυαλιά ηλίου, νόμιζε ότι τα μάτια της θα φώναζαν αυτό που το κορμί επιθυμούσε. Ήταν ντυμένη σαν στέλεχος επιχειρήσεων, στενή φούστα μέχρι το γόνατο με μεγάλο άνοιγμα, γόβα ψηλοτάκουνη, άσπρο πουκάμισο, ξανθό καλοχτενισμένο μαλλί και μεγάλη τσάντα μαύρη στο χέρι. Εντυπωσιακή γυναίκα, σαφώς όμορφη, με καθαρό και περιποιημένο από χέρια επαγγελματία δέρμα στο πρόσωπο, το ντεκολτέ, τα χέρια. Θα νόμιζε κανείς ότι εργάζεται στις δημόσιες σχέσεις πολυεθνικής ή είναι κάποια επιτυχημένη επιχειρηματίας και θα έκανε λάθος. Είχε δεκαέξι χρόνια να δουλέψει, από τα εικοσιτέσσερα της.
Ήταν ευτυχής όταν πέρασε στη φιλοσοφική Αθηνών και εγκατέλειψε το χωριό της, στα βόρεια του Νομού Σερρών. Το αγροτικό εισόδημα της οικογένειας ήταν υπεραρκετό να της προσφέρει μια άνετη φοιτητική ζωή και η νεαρή όμορφη μακεδονίτισσα πέρασε δυο παραδεισένια πρώτα χρόνια στην Αθήνα των ονείρων της. Κάποιος τη γνώρισε μια βραδιά στα μπουζούκια και σύντομα ξεκίνησε μια επιτυχημένη καριέρα γλάστρας σε μπαρ και μπουζουκομάγαζα για να ακολουθήσουν επιδείξεις εσωρούχων και μαγιό σε κοσμικά στέκια της πρωτεύουσας. Μετά Μύκονος και Σαντορίνη, έπειτα τηλεόραση, γλάστρα σε πρωινάδικο.
Εκεί γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγο και πατέρα του ενός και μοναδικού της παιδιού. Μεγαλογιατρός της αισθητικής ιατρικής, τηλεπερσόνα, δημοσιοσχεσίτης, την κρεμούσε περήφανα στο μπράτσο του, όπως κρατούσε στο χέρι τα κλειδιά της Porsche ή άνοιγε την καλύτερη σαμπάνια στο καλύτερο τραπέζι του καλύτερου μαγαζιού.
Κι όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, μετά ήρθε η πλήξη. Κι όπως ακριβώς η Porsche περίμενε τον παρκαδόρο να την κάνει να μουγκρίσει, έτσι και η Μαρία-Ελένη.  Να, όπως ας πούμε σήμερα που μόλις εγκατέλειψε το κρεβάτι του νεαρού φοιτητή της Γυμναστικής Ακαδημίας. Ο σύζυγος έλειπε σε συνέδριο κάπου στον κόσμο, ο γιός ήταν στις πρώτες του διακοπές μόνος στο εξοχικό, στη Μύκονο κι εκείνη είχε ήδη κανονίσει πρωινό καφέ στο Κολωνάκι και μετά δολοφονία της πλήξης δια των αγορών σε μια διαρκή προσπάθεια να ξοδέψει όση ζωή της απόμεινε σε αντιστάθμισμα εκείνης που σπατάλησε λίγο πριν καταλήξει στα φάρμακα και στις υπηρεσίες των συναδέλφων του συζύγου της που θα προσπαθούν να ανορθώσουν το πρόσωπο και το σώμα αφού με την ψυχή κανείς από αυτούς και ποτέ δεν θα μπορέσει και δεν θα θελήσει να κάνει κάτι. Αναγκάστηκε να πάρει το μετρό γιατί έπεσε σε απεργία ταξι και αδυνατούσε να εξηγήσει που βρίσκεται ώστε να έρθουν να την παραλάβουν.
Δεν κατάλαβε καν πως ο συγχρωτισμός με τον πληθυσμό του μετρό της έφερε στο νου τα καπνοχώραφα στις Σέρρες, το πρωινό σπάσιμο των φύλλων, τα μαυρισμένα δάχτυλα, τη μάνα της που έχασε πέρυσι, τον πατέρα της που δεν είδε από την κηδεία κι έτσι, στη στιγμή αποφάσισε ότι πρέπει να πάει, οπωσδήποτε. Με το που θα γυρίσει ο Ορέστης από τη Μύκονο, θα φύγουν να δει τον παππού του.

ΓΙΟΥΛΗ – ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Η μελανιά στο δεξί μάτι εξείχε κάτω από το μεγάλο μαύρο γυαλί περιγελώντας την ανεπιτυχή προσπάθεια απόκρυψής της κι οι εκδορές στον πήχη και τον καρπό, αυτές που οι ιατροδικαστές αποκαλούν «αμυντικές», ιστορούσαν σιωπηλά την περιπέτειά της παρά την προσπάθειά της να την κρύψει. Μερικοί άνθρωποι είναι αδύνατον να γίνουν αόρατοι ακόμα κι όταν το επιδιώκουν· έτσι τουλάχιστον νομίζουν.
Οι γάμπες της έδειχναν ότι πέρασε τα νιάτα της αθλούμενη, μάλλον ως δρομέας. Το δέρμα της, υγιές, σταρένιο. Τα χείλη της μια γραμμή και πουθενά ίχνος στολιδιού. Πουθενά. Ούτε κόσμημα στα χέρια ή στο λαιμό, ούτε βαφή στα νύχια ή στα χείλη, ούτε πούδρα ή μέικ απ στο πρόσωπο. Κρατούσε την τσάντα της σφιχτά στην αγκαλιά της με το δεξί της χέρι, εκείνο με τις εκδορές ενώ με το αριστερό προσπαθούσε να τις καλύψει.
Έμοιαζε και κινούνταν σαν κυνηγημένο ζώο. Κοιτούσε διαρκώς γύρω της και στεκόταν όσο κοντύτερα μπορούσε στην έξοδο ώστε να τρέξει γρήγορα, όταν (όχι αν) χρειαζόταν. Ανέπνεε κοντά λόγω του έντονου πόνου κάθε φορά που επιχειρούσε να ανασάνει βαθιά ή της ξέφευγε κάποιος κρυφός στεναγμός. Η κατάστασή της βέβαια είχε σαφώς βελτιωθεί σε σχέση με δέκα μέρες πριν, όταν δεν μπορούσε να αναπνεύσει χωρίς να ουρλιάξει από τον πόνο, καθώς κάποιο σπασμένο πλευρό καρφωνόταν στα σπλάχνα της. Είχε γρονθοκοπηθεί μέχρι να σωριαστεί στο πάτωμα κι έπειτα είχε κλωτσηθεί και ποδοπατηθεί βάναυσα από τον άνθρωπο που είχε ορκισθεί να είναι το άλλο της μισό· δεν ήταν η πρώτη φορά, ήταν όμως η χειρότερη.
Την είχε αφήσει αναίσθητη στο πάτωμα και είχε φύγει. Ευτυχώς δεν γύρισε σπίτι εκείνο το βράδυ. Το πρωί, μάζεψε τις δυνάμεις της και λίγα ρούχα σε ένα σακβουαγιάζ, πήρε όσα μετρητά βρήκε στο σπίτι, οδήγησε με δυσκολία ως τη Θήβα, άφησε το αυτοκίνητο εκεί και με το ΚΤΕΛ έφτασε στην Αθήνα. Έμεινε σε ένα σπίτι που βρήκε από το airbnb, βρήκε ιατρική βοήθεια σε κάποιο κέντρο κακοποιημένων γυναικών, αγόρασε με επαφές από το διαδίκτυο ένα μικρό περίστροφο και έψαχνε τρόπο να φύγει από τη χώρα, πρώτα για Βουλγαρία και από εκεί για Γερμανία ή Σουηδία.
Είχε ραντεβού – κλεισμένο ανώνυμα από το κέντρο προστασίας - στο Αλεξάνδρα για εξετάσεις στα νεφρά και στα γυναικολογικά της, γιατί μετά τον τελευταίο ξυλοδαρμό πονούσε πολύ. Είχε νύχτες να κοιμηθεί σωστά και μέρες να φάει σαν άνθρωπος αλλά δεν ένοιωθε ούτε κούραση ούτε πείνα. Ούτε φόβο πια. Μόνο ένα κενό που μεγάλωνε μέσα της και που γέμιζε σταλιά – σταλιά από ένα απόλυτα καθαρό, συμπυκνωμένο, βαρύ απόσταγμα μίσους. Τίποτε άλλο. Ούτε λύπη, ούτε αγάπη, ούτε συμπόνια, ούτε αγανάκτηση. Μόνο μίσος. Ένοπλο μίσος.

Ο ΥΦΑΝΤΗΣ

Πηγαινοερχόταν στο συρμό κινούμενος ανάμεσα στα βαγόνια και στους επιβάτες, σαν ζωντανή σαΐτα, υφαίνοντας το πλουμιστό της ζωής ρούχο πάνω στου χρόνου το στημόνι κι άλλοτε έμπλεκε τις ζωές των ανθρώπων κι άλλοτε τις χώριζε, άλλοτε τις άφηνε στην αδιαφορία και την πεζότητα της καθημερινότητας. Ρακένδυτος και κουρελής, σκυφτός, χαμηλοθώρης, κανείς μάλλον δεν είδε τα μάτια του μόνο τη φωνή του άκουγαν που έψελνε μονότονα ακατάληπτα πράγματα που άλλοτε και σε άλλους έμοιαζαν  λέξεις πεταμένες σαν χαλικάκια σε ήσυχο νερό που κάνουν θόρυβο χωρίς να ενοχλούν και χωρίς να έχουν καμιά φιλοδοξία να αρέσουν ή να διδάξουν ή να έχει νόημα η παράθεσή τους και άλλοτε σαν μαχαίρια κοφτερά ή σαν πύρινες σφαίρες που σκίζουν τον αέρα και πληγώνουν τα πάντα ένα γύρο, που τρομάζουν και απωθούν και τραυματίζουν βαθιά αφήνοντας σημάδια που κρατούν για ώρες ή μέρες ή χρόνια.
Κάνεις δεν είδε στην πραγματικότητα το πρόσωπό του αλλά όλοι είχαν κάτι να πουν γι αυτό, αν τους ρωτούσαν, παρομοιάζοντάς τον πότε σαν άγγελο από τον ουρανό, γαλήνιο, γλυκό, όμορφο, πότε σαν δαίμονα με μάτια κίτρινα, ερπετόμορφα και δόντια κοφτερά γεμάτα αίμα. Λένε άλλοι ότι δεν έχει πρόσωπο παρά μόνο αυτό που του δίνουν οι φόβοι ή οι επιθυμίες όσων τον συναντούν.
Αναμαλλιάρης και τρελός, πέρασε προσκυνώντας την ψηλή γυναίκα με τα χαρτιά από το συναξάρι στο χέρι, έσκυψε και ακούμπησε το μέτωπο στον ώμο του περίεργου με το καπέλο που μιλούσε μόνος, πέρασε ανάμεσα στον καλοντυμένο νεαρό και την λεπτή κοπελίτσα με τη λευκή παντελόνα, κοίταξε κατάματα τον φιλάσθενο μελαμψό άντρα που δεν κατάλαβε καν την παρουσία του, πέρασε το χέρι του μέσα από το σώμα του φουσκωτού με το ξυρισμένο κρανίο και τα μαύρα ρούχα, γέλασε χοροπηδώντας γύρω από την εντυπωσιακή κυρία και έγειρε το κεφάλι υποτακτικά δίπλα στο κορίτσι που ήθελε-να-είναι-ανώνυμο.
Έκανε έναν κύκλο δίπλα σε ένα νεαρό ζευγάρι, σαν να τους έδεσε με το αόρατο σκοινί του, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό μπροστά σε μιαν γυναίκα έγκυο, έκλαψε δίπλα σε έναν νεαρό, χάιδεψε έναν παππού, μούγκρισε θυμωμένα μπροστά σε ένα σκυφτό και καταβεβλημένο εξηντάρη, χειροκρότησε στη θέα μιας αυθάδους παρουσίας, κι ύστερα βάδισε ξανά προς τα πίσω, και ξανά μπροστά, κεντώντας με το υφάδι του πολύχρωμα και πολύπλοκα σχέδια μέχρι που η φωνή ανήγγειλε την άφιξη στο σταθμό «Σύνταγμα» και ο συρμός γλίστρησε σιγά ώσπου σταμάτησε στην γεμάτη κόσμο αποβάθρα.

ΤΟ ΥΦΑΝΤΟ

Πριν ακόμα το μεγάφωνο ανακοινώσει την άφιξη του συρμού στο Σύνταγμα, ο Μπίλης πλησίασε αργά το σημείο όπου στεκόταν ο ράφτης από την Ινδία και στάθηκε κολλητά πίσω του, καλύπτοντας τον με το τεράστιο σώμα του. Όταν οι πόρτες άνοιξαν και ο κόσμος ξεχύθηκε από το συρμό, έμπηξε με όλη του τη δύναμη το γόνατό του στη μέση του ισχνού, φιλάσθενου και μικροκαμωμένου νεαρού άνδρα.
O Deepak ένοιωσε σαν να του καρφώνουν μαχαίρι στα νεφρά. Η ανάσα του κόπηκε και η κραυγή που ανέβηκε από το βάθος του είναι του δεν κατάφερε να βγει από το στόμα παρά μόνο σαν ένα πνιχτό βογγητό. Μόνο η παραμόρφωση στο πρόσωπό του, η γκριμάτσα του πόνου πρόδιδε την κατάστασή του αλλά κανείς δεν τον πρόσεξε, κανείς δεν έβλεπε τον αόρατο. Εκτός από την Μαρία-Ελένη.
-          Ένα γιατρό, τον σκότωσε τον άνθρωπο! φώναξε με όλη της τη δύναμη
 Ο Deepak είχε πέσει με το κεφάλι έξω από το συρμό και τα πόδια στο βαγόνι. Ο κόσμος αραίωνε γύρω του, άλλοι περνούσαν κυριολεκτικά από πάνω του για να προλάβουν να βρουν θέση στο βαγόνι, άλλοι πισωπατούσαν τρομαγμένοι φέρνοντας τα χέρια στο στόμα σε μια κίνηση αποτροπιασμού και απόγνωσης ενώ ελάχιστοι ενδιαφέρονταν να βοηθήσουν. Πρώτη, η ψηλή κυρία με το συναξάρι, η Μαρία, που με την πείρα ετών στο Νοσοκομείο τους παραμέρισε όλους, έσκυψε πάνω στον πεσμένο άντρα και φώναξε με αποφασιστικότητα:
-          Κάντε στην άκρη, αφήστε χώρο στον άνθρωπο, φέρτε νερό, ένας να καλέσει ένα ασθενοφόρο και την αστυνομία, μην τον μετακινείτε.
Ο Μπίλης κινήθηκε γοργά προς τις σκάλες για το κάτω επίπεδο και μακριά από το συμβάν, στην ίδια πορεία με τη Γιούλη που έσφιγγε δυνατά την τσάντα της στην αγκαλιά της. Λόγω της ώρας, ο κόσμος ήταν πολύς και λόγω του συμβάντος, οι φωνές επίσης. Η ένταση της στιγμής μαζί με τα γεγονότα των επιθέσεων σε χώρους μαζικών συναθροίσεων ανά την Ευρώπη, που έφταναν σε όλα τα σπίτια μέσω των τηλεοπτικών δεκτών, έτειναν να μετατρέψουν την αναταραχή σε πανικό. Ήταν δύσκολο να πας εκεί που ήθελες και μάλιστα γρήγορα, ήταν εύκολο να σε παρασύρει το πλήθος εκεί που ήθελε. Ο Μπίλης ζύγισε σε δευτερόλεπτα την κατάσταση και σχεδόν από ένστικτο, στράφηκε προς την έξοδο από τον σταθμό που ήταν πιο κοντά του.
Ο Παύλος, με το ένα μάτι στη φασαρία και τον κόσμο που ήταν μαζεμένος λίγα μέτρα μακριά του, έψαχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει χαμένος σαν κλασικός επαρχιώτης. Ξεχώρισε τον τεράστιο άντρα μέσα στο πλήθος και τον πλησίασε:
-          Πατριώτη, από πάνε για τον Άγιο Σάββα; είπε σταματώντας σχεδόν μπροστά του.
Ο Μπίλης είδε έναν τρελό με καπέλο και αχτένιστο μαλλί να σταματάει μπροστά του. Αριστερά του ήταν οι σκάλες που οδηγούσαν στην έξοδο, δεξιά ένα χαμηλό κάγκελο πάνω ακριβώς από τις κυλιόμενες που κατέβαιναν προς το κάτω επίπεδο. Έκανε μια με το χέρι να σπρώξει τον άντρα μακριά του αλλά στη βιασύνη του, δεν κατάλαβε πόση δύναμη έβαλε στη χειρονομία του. Ο Παύλος ταξίδεψε πάνω από τα κάγκελα και έπεφτε προς τις κυλιόμενες, λίγα μέτρα πιο κάτω..
«Σκατά, γαμώ την τρέλα μου, σκατά» σκέφτηκε πανικόβλητος πλέον ο Μπίλης, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση σπρώχνοντάς με το τεράστιο σώμα και τα χέρια του την γυναίκα που έσφιγγε την τσάντα στην αγκαλιά της, τρέχοντας προς τις σκάλες ενώ οι φωνές «πιάστε τον, πιάστε τον, τον σκότωσε τον άνθρωπο» τον ακολουθούσαν.
Η δύναμη του σπρωξίματος, σώριασε τη Γιούλη στο δάπεδο, η τσάντα της πετάχτηκε από τα χέρια και από όλο της το περιεχόμενο, αυτό που κύλησε πιο μακριά ήταν το περίστροφο που έφυγε από το λευκό βαμβακερό ύφασμα μέσα στο οποίο ήταν τυλιγμένο, καθαρό, γυαλιστερό, θανατηφόρο.
-          Όπλο, υπάρχει όπλο, κρατάει όπλο!
Ο Κωνσταντίνος ήταν στις κυλιόμενες προς το κάτω επίπεδο και δυο σκαλιά πίσω του στεκόταν η Άνα-με-το-ένα-νι. Προσπαθούσε να κοιτάξει προς τα πάνω να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν και γιατί όλη αυτή η φασαρία, γιατί όλες οι φωνές. Κάτι άκουσε για γιατρό αλλά δεν ήταν ποτέ της προσφοράς, από χαρακτήρα και από άποψη. Ήταν κατά βάση δειλός, φοβόταν τις φασαρίες, τις συγκρούσεις, απέφευγε να «φυτρώσει εκεί που δεν τον σπέρνουν». Ήταν ακριβώς η στιγμή που είδε έναν άνθρωπο να πετάει πάνω από το κάγκελο κι ένα καπέλο να τον ακολουθεί σε αργή κίνηση. Ήταν προφανές ότι αν έμενε ακίνητος, το σημείο συνάντησης του ανθρώπου που έπεφτε και της σκάλας που κατέβαινε αργά, θα ήταν το κεφάλι του. Έκανε γρήγορα στροφή και ανέβηκε δυό σκαλιά προς τα πίσω για να βρεθεί χωρίς να το καταλάβει στην αγκαλιά της Άνας και δευτερόλεπτα μετά, έστεκαν έτσι, αγκαλιασμένοι, να κοιτοπύν με περιέργεια την παράξενη γωνιά του σώματος του Παύλου σε σχέση με το κεφάλι του, τα λεπτά πόδια να εξέχουν από το παντελόνι και το ένα να στέκει  όρθιο, πάνω από το παραπέτο της σκάλας. Το καπέλο, περιγελώντας την τραγικότητα της σκηνής, ήρθε και στάθηκε σε αυτό ακριβώς το πόδι, σαν να έδειχνε ότι κυριολεκτικά, ήρθαν τα πάνω-κάτω.
Χρειάστηκαν τρεις σεκιουριτάδες και οι δυο αστυνομικοί που βρίσκονται σχεδόν μόνιμα εκεί, για να ακινητοποιήσουν τον Μπίλη στο πλατύσκαλο δίπλα στο συαθμαρχείο, στη μεγάλη αίθουσα με το ρολόι στο σταθμό του Συντάγματος. Κάποιος πολίτης τους έφερε το όπλο, τυλιγμένο στο ύφασμα, «αυτό είναι δικό του» είπε. Η κυκλοφορία είχε διακοπεί ενώ τραυματιοφορείς και γιατροί κατέβαιναν τις σκάλες με δυο φορεία, ένα για να κουβαλήσει το πτώμα του άτυχου Παύλου που έσπασε το σβέρκο πέφτοντας κι ένα για τον Deepak που είχε ήδη λερώσει με αίμα το παντελόνι του από το διαλυμένο του νεφρό.
Η Μαρία, περίμενε όρθια σε μιαν άκρη τη σειρά της να δώσει κατάθεση ενώ από καιρό σε καιρό, σήκωνε το αριστερό της χέρι και διάβαζε μια σειρά από τα συναξαρόφυλλα με τις κυματιστές περισπωμένες και τις παιχνιδιάρικες υπογεγραμμένες.
Ο Κωνσταντίνος, που ανέλυε την δείλια του στον εαυτό του και αναζητούσε δικαιολογίες γιατί δεν απάντησε στις εκκλήσεις για βοήθεια, καθόταν στις μεταλλικές καρέκλες ένα επίπεδο πιο κάτω και προσπαθούσε να ηρεμήσει την Άνα-με-το-ένα-νι που έκλαιγε ευτυχισμένη – μόνο αυτή το ήξερε - στην αγκαλιά του.
Η Μαρία-Ελένη εξιστορούσε λεπτομερώς τα συμβάντα στον νεαρό υπαστυνόμο με το καστανό μαλλί, τα πράσινα μάτια και το καλογυμνασμένο σώμα και τον διαβεβαίωνε πως «ήταν στη διάθεσή του για οποιαδήποτε λεπτομέρεια ή βοήθεια ή ότι χρειαστεί».
Η Γιούλη μάζεψε την τσάντα της, έριξε κι άλλο μίσος στο τεράστιο κενό μέσα της, γλίστρησε στο πλήθος, έγινε ένα με αυτό και βγήκε μετά από λίγη ώρα, αόρατη, από τον σταθμό.  

Ο Υφαντής, άγγελος και δαίμονας μαζί, αυτός που δίνει μορφή σε φόβους κι επιθυμίες, αυτός που υφαίνει τη ζωή στο στημόνι του χρόνου, που δένει και λύνει τις τύχες των ανθρώπων, ρακένδυτος και κουρελής, σκυφτός, χαμηλοθώρης, περίμενε να ξεκινήσουν οι συρμοί το ασταμάτητο πήγαινε - έλα τους κι αυτός το μοιραίο του ταξίδι. 

6 σχόλια: