Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Τα Κακαβάκια



Μπροστά πήγαιναν οι επίστρατοι ντόπιοι ΤΕΑτζήδες. Δυο δεκαοχτάχρονα, λιπόσαρκα, κακοντυμένα παλληκαράκια, μαθημένα στις κακουχίες και καλοί γνώστες της περιοχής. Ο λοχαγός ακολουθούσε πέντε βήματα πίσω, ίσα να μην τους χάνει στο βαθύ σκοτάδι. Δεν τους είχε εμπιστοσύνη, το είχε πει στον ταγματάρχη αλλά εκείνος επέμεινε να τους πάρουν μαζί τους και μάλιστα οπλισμένους. Εκείνος που έδειχνε μικρότερος, ο πιο γλυκομίλητος από τους δύο, κοντοστάθηκε για λίγο, γύρισε στο λοχαγό, στηρίχτηκε στο Τόμσον του και είπε:

-        Εγώ λέω να μείνουμε εδώ κυρ Λοχαγέ μέχρι να ξημερώσει. Τ’ ακούς το ποτάμι;

..........

Είχαν περάσει την προηγούμενη νύχτα στο Νεοχώρι. Όλο το πρωινό, ο λοχαγός πότε μιλούσε στον ασύρματο, πότε ρέμβαζε αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στο μεγάλο οροπέδιο και παραπέρα, στον κάμπο της Καρδίτσας και τα βουνά πίσω από αυτόν. Ήθελε πια τρεις ώρες να πέσει το πρώτο σκοτάδι όταν έδωσε εντολή να μαζέψουν τα πράγματά τους και να ξεκινήσουν. 

Πήραν το δρόμο προς τη Νεβρόπολη κινούμενοι νότια, νοτιοανατολικά.  Είχε σημαδέψει - όσο οι άλλοι νόμιζαν ότι ρέμβαζε -  πότε το ανάγλυφο και το δάσος θα τους έδινε αρκετή κάλυψη από όποιον παρακολουθούσε τις κινήσεις τους. Μόλις έφτασαν σ' εκείνο το σημείο, διέταξε τους άνδρες του να στρίψουν δεξιά. Κινήθηκαν παράλληλα με το οροπέδιο, ανάμεσα στα δέντρα μέχρι το Καρτσιώτικο το ρέμα. Οι ΤΕΑτζήδες βρήκαν το ευκολότερο πέρασμα στο φουσκωμένο ποτάμι, μια μικρή πέτρινη γέφυρα χωρίς παραπέτα που την πέρασαν εφ’ ενός ζυγού κι ύστερα έστριψαν πάλι νότια. Είχαν στόχο να διασχίσουν το μονοπάτι στο φρύδι της δεξιάς όχθης του Μέγδοβα, ακριβώς πάνω από το σημείο που το ποτάμι εγκαταλείπει το οροπέδιο, τρυπώνει σε ένα στενό πέρασμα, ούτε τρεις πήχες φαρδύ, και ψάχνει ορμητικά διέξοδο προς ηπιότερο ανάγλυφο. Κακαβάκια το έλεγαν το πέρασμα οι ντόπιοι. Από εκεί, θα ακολουθούσαν τις ράχες ως τη Σάικα, όπου είχαν πληροφορίες ότι κρυβόταν μια ομάδα εκατό περίπου ανταρτών.

Το άκουγε το ποτάμι, ήταν αδύνατο να του ξεφύγει. «είναι σαν να έχουν δέσει με αλυσίδες εκατό κακάβια και να βροντάνε καθώς το νερό τα κοπανάει στις πέτρες, γι' αυτό το λένε Κακαβάκια» του είχαν πει και αυτό που άκουγε δικαίωνε πλήρως το όνομα.

...........

-        Τράβα το δρόμο σου Μήτσο, θα σου πω εγώ πότε θα σταματήσουμε, απάντησε.

Ο τρομαχτικός θόρυβος του μεγάλου όγκου νερού που περνούσε μέσα από το στενό βραχώδες άνοιγμα δεν άφηνε περιθώρια να λαθέψουν στο δρόμο. Είχε πιάσει να βρέχει όταν οι νεαροί επίστρατοι έφτασαν στο πέρασμα, με τον λοχαγό να τους ακολουθεί και πίσω να έπεται όλη η διλοχία. Πάνω κι απέναντί, υψώνονταν κατάμαυρα και απειλητικά τα βουνά, αστραπές έσκιζαν το σκοτάδι για δευτερόλεπτα και τις ακολουθούσαν τρομερές βροντές που δύσκολα σκέπαζαν τον ορυμαγδό του νερού.

Με τα νύχια κρατιόνταν σε ρίζες και πέτρες, κρεμασμένοι πάνω από το γκρεμό. Ψαχουλεύοντας με τα πόδια έβρισκαν το επόμενο πάτημα στο στενό μονοπάτι και κάθε αστραπή ήταν θεόσταλτη για να φωτίζει το πέρασμα τους ενώ πέντε μέτρα από κάτω τους, το ποτάμι λυσσομανούσε σαν η κόλαση η ίδια να είχε αμολήσει τα σκυλιά της που αλυχτούσαν πεινασμένα για ανθρώπινες ζωές. Ξέπνοοι βρέθηκαν μισή και παραπάνω ώρα αργότερα σε ένα σημείο που το μονοπάτι φάρδαινε. Ούτε κατάλαβαν πως πέρασαν· μετρήθηκαν σιωπηλά, όλοι παρόντες, όλα καλά. Περπάτησαν μισή ώρα ακόμη, βρήκαν ένα μεγάλο άνοιγμα, κι έκατσαν. Φωτιά ή τσιγάρο ούτε διανοήθηκαν να ανάψουν. Μια φωτιά θα πρόδινε τη θέση τους κι αυτό σήμαινε θάνατο. Το ίδιο και οι φωνές ή η φασαρία.  

Ο λοχαγός πέρασε δίπλα από τους ΤΕΑτζήδες και τους ακούμπησε ελαφρά στον ώμο, ένα σιωπηλό «ευχαριστώ», κι ύστερα πήγαν απόμερα με τον ασυρματιστή. Δεν είχαν προλάβει καλά – καλά να μαζέψουν την ανάσα τους που έβγαινε κοφτή από τα πνευμόνια όταν ήρθε διαταγή από τον ταγματάρχη να γυρίσουν πίσω και να περιμένουν εντολές στο Αλωνάκι. Ίσως χρειαζόταν να κινηθούν γρήγορα προς τη Νιάλα, στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο λοχαγός μάταια προσπάθησε να πείσει τον ταγματάρχη να τους αφήσει να περιμένουν στη θέση τους μέχρι το πρωί.

Ξαναμπήκαν στο στενό μονοπάτι πάνω από το γκρεμό, μπροστά τα λιανοπαίδια πίσω ο λοχαγός και πιο πίσω η διλοχία, με τη βροχή να πέφτει πλέον κανονικά και τον απειλητικό θόρυβο του χείμαρρου να έχει δυναμώσει. Μόνο οι αστραπές είχαν κοπάσει και αυτό έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ετούτο το πήγαινε – έλα πάνω από το ανοιχτό στόμα του διαβόλου, ήταν ότι τρομακτικότερο είχε ακούσει και είχε βιώσει ο λοχαγός στα τριάντα του, και είχε βιώσει απίστευτη βιαιότητα πέντε χρόνια στον αδελφοκτόνο αυτό πόλεμο. Χρειάστηκε να συρθούν, να γλιστρήσουν, να γαντζωθούν από το τίποτα για σχεδόν μισή ώρα πριν συγκεντρωθούν και μετρηθούν ξανά μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή.

Έμειναν ξέπνοοι, κάτω από τα έλατα, προσπαθώντας να καλυφθούν όπως-όπως, χωρίς αποτέλεσμα. Μπορούσες να ακούσεις τις μασέλες τους να κροταλίζουν και τα γόνατά τους να χτυπούν από το κρύο. Ο λοχαγός διέταξε «σιγή» δυο φορές χωρίς αποτέλεσμα· δεν ξαναμίλησε. Κάποια στιγμή, λίγο πριν το ξημέρωμα, η βροχή σταμάτησε αλλά το κρύο δυνάμωσε.

Με το πρώτο φως, έκανε μια βόλτα ανάμεσα στα παιδιά του. Ταλαιπωρημένα, τρομοκρατημένα, ξεπαγιασμένα, στεκόταν το ένα κολλημένο στο άλλο και τον κοιτούσαν όλο αγωνία. Κάποιοι ξυπνούσαν από έναν ταραγμένο ύπνο, άλλοι δεν είχαν καταφέρει να κοιμηθούν, τρίτοι προσπαθούσαν να πνίξουν το βήχα που ανέβαινε στο λαιμό τους. 

Στις οχτώ επικοινώνησε με το αρχηγείο.

«Κινηθείτε νότια, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο» ήταν η εντολή που έφτασε μέσα από το ακουστικό.

Φώναξε τους ΤΕΑτζήδες, μπήκαν μπροστά οι τρεις τους, δίπλα - δίπλα τώρα πια, και ξαναπήραν το δρόμο προς τα Κακαβάκια. Τουλάχιστον τώρα έβλεπαν.

Έβλεπαν, κι αυτό που είδαν ήταν ο χειρότερος εφιάλτης τους. Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν θα τολμούσε να περπατήσει σε αυτό το στενό, κατεστραμμένο σε μεριές μονοπάτι, πάνω από τον μανιασμένο Μέγδοβα που κοπανιόταν πέντε μέτρα χαμηλότερα. Μόνο αν δεν έβλεπε. Μόνο με άγνοια κινδύνου. Τρεις φορές δοκίμασαν, τρεις φορές έκαναν πίσω τρομοκρατημένοι. Κάποιοι φαντάροι έκαναν εμετό από το φόβο τους ή στην ανάμνηση ότι πέρασαν αυτό το μονοπάτι δυο φορές χθες βράδυ κι ήταν ακόμα ζωντανοί. Κάποιοι δοκίμασαν αλλά πισωπατούσαν τρομαγμένοι, άλλοι καν δεν μπήκαν στο μονοπάτι, στο τέλος εγκατέλειψαν.


- Υπάρχει άλλος δρόμος; Ρώτησε ο λοχαγός τους ΤΕΑτζήδες.

Χρειάστηκε να σκαρφαλώσουν στην απότομη πλαγιά, ανάμεσα στα έλατα μέχρι να βρουν το μονοπάτι δίπλα στο βράχο που δεσπόζει τρακόσια μέτρα πάνω από το στενό φαράγγι και ύστερα να κατεβούν ξανά την ίδια απόσταση από την άλλη πλευρά.

Βράδιαζε όταν εξουθενωμένοι έφτασαν κάτω, βρήκαν ένα ήσυχο λιβάδι κι έπεσαν να κοιμηθούν. Το πρωί ξεκίνησαν για τα καλύβια πάνω από τη Σάικα. Μέρα έφτασαν κι από μακριά είδαν καπνό να βγαίνει από μια καλύβα. 
  
Δεν ήταν εκατό οι αντάρτες, μάλλον σκόρπισαν οι περισσότεροι. Είχαν μείνει δυο ταλαίπωροι, κουρασμένοι, πεινασμένοι, άοπλοι, με τα γένια ως το στήθος και τα μάτια γεμάτα φόβο. Ούτε κατάλαβαν πότε εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες επί τόπου. Ούτε δίκες, ούτε απολογίες, ούτε υπεράσπιση. Σκληρές εποχές, σκληρές αποφάσεις, σκληροί άνθρωποι. 

--------------------------

Δέκα χρόνια μετά, το 1959, στα Κακαβάκια θα στηνόταν το μεγαλύτερο φράγμα έτοιμου σκυροδέματος στην Ελλάδα και το οροπέδιο της Νεβρόπολης θα έδινε τη θέση του στη λίμνη του Μέγδοβα, τη λίμνη Πλαστήρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου